Αλέξανδρος Λογοθέτης

Αλέξανδρος Λογοθέτης
Βυζαντινός οικονομολόγος, κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού. Στάλθηκε από τον αυτοκράτορα στη Ραβένα της Ιταλίας για να επιτύχει την αναδιοργάνωση της επαρχίας και την πλήρη υποταγή των Γότθων που ετοιμάζονταν για εξέγερση μετά την αποχώρηση του Βελισαρίου. Τα αυστηρά όμως οικονομικά μέτρα και το φορολογικό σύστημα που επέβαλε ο Α.Λ. προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια του στρατού και των ανωτέρων τάξεων και χειροτέρευσαν αντί να βελτιώσουν την κατάσταση. Είναι γνωστός και ως Ψαλίδιος, επειδή έκανε μεγάλες περικοπές στην ποσότητα του χρυσού που περιείχαν τα νομίσματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λογοθέτης, Ηλίας — (Λευκάδα 1940 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στη σχολή Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, με τον οποίο έκανε τα πρώτα του βήματα στη σκηνή, ερμηνεύοντας στην αρχή έργα κλασικού ρεπερτορίου. Αργότερα, στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με το ελεύθερο θέατρο,… …   Dictionary of Greek

  • Λογοθέτης, Λυκούργος — (Καρλόβασι Σάμου 1772 – Αθήνα 1850). Αγωνιστής του 1821, Φιλικός, πολιτικός και στρατιωτικός. Γραμματέας των ηγεμόνων της Βλαχίας, κατέλαβε το αξίωμα του λογοθέτη, στο οποίο οφείλει το επώνυμό του. Το όνομα Λυκούργος είναι ψευδώνυμο το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Δουζίνας — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τον Πόρο. 1. Αλέξανδρος. Λογοθέτης και Φιλικός. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης πολέμησε επικεφαλής σώματος στην Κόρινθο, στην Ακράτα, στη Λιβαδειά, στο Νεόκαστρο κ.α. Προσέφερε, επίσης, πολλά χρήματα για …   Dictionary of Greek

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

  • Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Μαυροκορδάτος — I Επώνυμο οικογένειας λόγιων και πολιτικών, με βυζαντινή καταγωγή. 1. Αλέξανδρος (1791 – 1865). Γιος του Νικολάου (11.), αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Βλ. λ. Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος. 2. Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων… …   Dictionary of Greek

  • μαυρογένης — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας από τις Κυκλάδες, η ακμή της οποίας τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. Πολλά μέλη της υπηρέτησαν τους Τούρκους και διορίστηκαν σε ανώτερα αξιώματα. 1. Αλέξανδρος (τέλη 19ου – αρχές 20ού αι.). Γιος του Σπυρίδωνα (11.) …   Dictionary of Greek

  • Теодосиу, Зафиракис — Зафириос (Зафиракис) Теодосиу Логотетис (греч. Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης Науса 1772 год  Науса 22 апреля 1822 год), старейшина греческого города Науса (Иматия), Центральная Македония, один из руководителей восстания в регионе в годы… …   Википедия

  • Καβάσιλας — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 17 μ., 1.474 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 32 χλμ. ΒΔ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαστούνης. II Επώνυμο ιστορικών προσώπων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”